- φουκεΐτης
- ο, Ν(ορυκτ.) ένυδρο πυριτικό ορυκτό αργιλίου και ασβεστίου.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. fouqueite από το όν. τού Γάλλου γεωλόγου και ορυκτολόγου Ferdinand Αndre Fouque].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.